συναποθέλγομαι

συναποθέλγομαι
Α
γοητεύω, μαγεύω («συναπεθέλγετο παιδίσκην αὐτὸς ἵνα... ἔχειν αὐτὸν γυναῑκα ταύτην», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀπό + θέλγω «μαγεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”